νεοτρεφής

νεοτρεφής
νεο-τρεφής, ές,
A newly reared,

κόροι Id.Heracl.92

(lyr.), cf. Nonn.D.10.178.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοτρεφής — νεοτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος 2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • νεοτρεφεῖς — νεοτρεφής newly reared masc/fem acc pl νεοτρεφής newly reared masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτρεφές — νεοτρεφής newly reared masc/fem voc sg νεοτρεφής newly reared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτρεφέεσσιν — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτρεφέος — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτρεφέων — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεότροφος — νεότροφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”